- τραχύς
- -ιά, -ύ / τραχύς, -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ τρηχέα», Ηρόδ.)2. μτφ. α) (για πρόσ. αλλά και για λόγια, αισθήματα ή καταστάσεις) απότομος, σκληρός, βάναυσος (α. «τραχύς άνθρωπος» β. «τραχύ ύφος» γ. «καὶ τάχα τραχυτέροις τις ἄν χρήσεται λόγοις», Πρόδρ.δ. «νόμοι τραχύτατοι», Πλάτ.ε. «εἰς τραχύτερα πράγματα τῶν τότε γενομένων», Ισοκρ.)β) (για φωνή) βραχνός3. το θηλ. ως ουσ. βλ. τραχείανεοελλ.1. δύσκαμπτος («τραχύ ύφασμα»)2. μτφ. δυσχερής, κοπιαστικός(«τραχύ έργο»)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχύαργυρό νόμισμααρχ.1. μαλλιαρός, δασύτριχος2. (για χαλινό) κοφτερός3. (για μάχη) σφοδρός4. (για φυσικά φαινόμενα ή ασθένειες) ορμητικός, οξύς (α. «τραχὺν... τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα», Πλούτ.β. «τραχύτερα... τὰ νοσήματα ἐπεργάζηται», Πλάτ.)5. (το ουδ. ως επίρρ.) τραχύμε τραχύτητα, με αγριότητα6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τρηχέαμτφ. ανώμαλες καταστάσεις («εὐνομίη τρηχέα λειαίνει», Σόλ.).επίρρ...τραχιά / τραχέως ΝΜΑ, και ιων. τ. τρηχέως Αμτφ. με σκληρότητα, βάναυσα (α. «φέρεται πολύ τραχιά στα παιδιά του» β. «πρὸς ἐμὲ ἔχειν τραχυτέρως τοῡ δέοντος», Πλάτ.)αρχ.με αγριότητα («πρὸς τίνα τραχέως οὕτως [ὁ κύων] ὑλακτεῑ», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρᾱχύς / τρηχύς είναι αρχαϊκού τ. επίθ. με κατάλ. -ύς (πρβλ. ταχ-ύς), το οποίο θα μπορούσε να αναχθεί στο θ. τού ρ. θρᾱσσω (< *θρᾱχ-jω, πρβλ. και τον παρακμ. τέ-τρηχ-α). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η διαφορά σημασίας ανάμεσα στο επίθ. και στο ρ. θράσσω «ταράζω, ενοχλώ» (βλ. και λ. θράσσω και ταράσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.